δυσδιάκριτοι

δυσδιάκριτοι
δυσδιάκριτος
hard to distinguish
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσδιάκριτος — η, ο (AM δυσδιάκριτος, ον) αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι») νεοελλ. αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος αρχ. 1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται 2. δύσπεπτος …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”